- βρασιά
- ηποσότητα από όσπρια ή άλλα τρόφιμα που χωρά να βράσει σε μια κατσαρόλα: Έχουν μείνει δύο βρασιές φασόλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρασιά — η [βράζω] 1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας 2. βράση … Dictionary of Greek
Βρασιάς — Βρασιά̱ς , Βρασιαί fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek